προικογραφώ

προικογραφώ
-έω, Μ
καταγράφω σε κατάστιχο τα σχετικά με τον γάμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προίξ, -κός + -γραφῶ (< -γράφος < γράφω), πρβλ. δικο-γραφώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”